κατάμεστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάμεστος — η, ο ο εντελώς γεμάτος: Η αίθουσα ήταν κατάμεστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάμεστον — κατάμεστος masc/fem acc sg κατάμεστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάμεστοι — κατάμεστος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμέστιος — καταμέστιος, ον (Α) (ποιητ. τ.) κατάμεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. τού κατάμεστος] … Dictionary of Greek
διάμεστος — διάμεστος, ον (Α) [μεστός] κατάμεστος … Dictionary of Greek
διάπλεως — διάπλεως, ων και διάπλεος, ον (AM) 1. υπερπλήρης, κατάμεστος 2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταμεστώ — καταμεστῶ, όω (Α) [κατάμεστος] γεμίζω εντελώς κάτι … Dictionary of Greek
ολόμεστος — η, ο (Μ ὁλόμεστος, ον) νεοελλ. τελείως γεμάτος, ολόγεμος, κατάμεστος μσν. (για οστά) συμπαγής, χωρίς κοιλότητα και χωρίς μυελό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μεστός «γεμάτος»] … Dictionary of Greek